ἀκουσίους

ἀκουσίους
ἀ̱κουσίους , ἀεκούσιος
against the will
masc/fem acc pl (attic)
ἀκούσιος
against the will
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • παλλάδιον — Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”